- έκδυση
- Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους –ελάχιστα ελαστικό και εμπλουτισμένο με χιτίνη– εμποδίζει την κανονική τους ανάπτυξη. Αν το παλιό και σκληρό περίβλημα δεν έσπαζε κάθε τόσο για να αντικατασταθεί προσωρινά με ένα νέο, μαλακό, το σώμα του ζώου δεν θα μπορούσε να αυξηθεί σε όγκο.
Σε ορισμένα ερπετά (π.χ. φίδια και σαύρες) πραγματοποιείται μία ε. τον χρόνο. Όταν συμβαίνει, το ζώο ελευθερώνεται ολόκληρο από την κεράτινη στιβάδα της επιδερμίδας του. Στα αμφίβια γίνονται έ. περισσότερο ή λιγότερο πλήρεις. Στα πτηνά η έ. πραγματοποιείται γενικά μία φορά τον χρόνο, όταν πέφτουν τα παλιά φτερά και εμφανίζεται καινούργιο φτέρωμα. Στα θηλαστικά δεν συμβαίνουν πραγματικές και χαρακτηριστικές ε., αλλά μία συνεχής ανανέωση του δέρματος, του οποίου η κεράτινη στιβάδα απολεπίζεται αδιάκοπα. Σε πολλά είδη θηλαστικών παρατηρείται επίσης μια εντυπωσιακή ανανέωση του τριχώματος, η οποία συνοδεύεται από παραλλαγή του χρώματος, της πυκνότητας και του μήκους του (τρίχρωμα θερινό και χειμερινό).
Κεράτινη στιβάδα της επιδερμίδας της αράχνης.
Σε ορισμένα ερπετά, όπως στα φίδια, η έκδυση συμβαίνει μία φορά τον χρόνο. Στη φωτογραφία, κεράτινη στιβάδα της επιδερμίδας του φιδιού.
Φασιανός κατά τη διάρκεια της έκδυσης.
* * *η (AM ἔκδυσις)μσν.- νεοελλ.η αφαίρεση ενδυμάτων, το γδύσιμονεοελλ.η αλλαγή περιβλήματος ή δέρματος σε ορισμένα ζώα (έντομα, μαλάκια, φίδια κ.λπ.)αρχ.1. διαφυγή από έναν τόπο, έξοδος2. ο τόπος απ' όπου βγαίνει κανείς, η έξοδος3. αποφυγή κακού4. απογύμνωση, αποστέρηση, παύση.
Dictionary of Greek. 2013.